- πετηλίας
- πετηλίας καρκίνος, ὁ, a kind ofA crab, Ael.NA7.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετηλίας — ὁ, Α είδος καβουριού με ανοιχτές χηλές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ», οπότε θα είχε τη σημ. «είδος καβουριού που πετά». Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. πετηλίας σημαίνει «μεγάλος» και συνδέεται με… … Dictionary of Greek
πετηλία — πετηλίᾱ , πετηλίας crab masc nom/voc/acc dual πετηλίας crab masc voc sg πετηλίᾱ , πετηλίας crab masc voc sg (attic) πετηλίᾱ , πετηλίας crab masc gen sg (doric aeolic) πετηλίας crab masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετηλίαν — πετηλίᾱν , πετηλίας crab masc acc sg (attic epic doric aeolic) πετηλίας crab masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πετίλια — (Petilia). Κωμόπολη της Ιταλίας (;;; κάτ.). Βρίσκεται στην επαρχία του Κατατζάρο. Η κωμόπολη λεγόταν ως το 1863 Πολύκαστρο ονομασία που την όφειλε στη βυζαντινή κατοχή της περιοχής. Η νέα ονομασία της οφείλεται στο γεγονός ότι το βυζαντινό… … Dictionary of Greek